- προτείνω
- ΝΜΑ [τείνω]1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ' ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν' ὑπολύσω», Αριστοφ.)2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα πρόσωπο για ορισμένο σκοπό (α. «προτείνω γάμο» β. «προτείνω ειρήνη» γ. «προτείνω ως πρόεδρος τον συνάδελφο Χ»)νεοελλ.φρ. α) «προτείνατε λόγχην»στρ. παράγγελμα για να προταθεί το όπλο μαζί με τη λόγχη τουβ) «προτείνω δοράτιο»ναυτ. προωθώ το δοράτιο κεραίας προς την πλευρά τού πλοίου για αναπέταση παριστίου, κν. σαγιάρω το μπαστούνιμσν.-αρχ.φρ. α) «προτείνειν δεξιάν» — το να εκτείνει κανείς το δεξί χέρι προς χαιρετισμό με χειραψίαβ) «προτείνειν ἑαυτόν» — το να κλίνει κανείς προς τα εμπρόςαρχ.1. προεκτείνω («τὸν χαλινὸν προεκτείνεσθαι», Ξεν.)2. εκτείνω, απλώνω κάτι προς τα εμπρός ως ικέτης («φύλλον οἱ ἱκέται προτείνουσι», Καλλ.)3. εκτείνομαι, τεντώνομαι, ξαπλώνω («ἡ μὲν εἰς στρωματόδεσμον ἐνδῡσα προτείνει μακρὰν ἑαυτήν», Πλουτ.)4. εκθέτω σε κίνδυνο («οὗ σύ... τὴν σὴν προτείνων προύκαμες ψυχήν», Σοφ.)5. προσφέρω, παρέχω («προτείνομέν γε δραχμὰς εἴκοσιν»)6. παραδίδω, παραχωρώ («ὡς δὲ προέτειναν αὐτὸν τοῑς ἱμᾱσιν, εἶπε... Ῥωμαῑον... ἔξεστιν ὑμῑν μαστίζειν;», ΚΔ)7. προβάλλω ως πρόταση σε συλλογισμό8. υποβάλλω για κρίση, θέτω ένα ζήτημα ή πρόβλημα για λύση9. εκτείνομαι προς τα εμπρός ή σε μάκρος, προεξέχω («προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος... ἄκρα», Πλάτ.)10. (κατά το λεξ. Σούδ.) «προτείνειν, δωρεῑσθαι, χαρίζεσθαι»11. μτφ. προβάλλω ως πρόφαση, αφορμή, δικαιολογία («ἤν μὴ ἀξιόχρεον πρόφασιν προτείνῃ», Ηρόδ.)12. μέσ. προτείνομαιπροβάλλω ως παράδειγμα («δοκεῑς μοι ὁμοιοτάτοις προτείνεσθαι ἀνθρώποις περὶ τὰ πολιτικά», Πλάτ.)13. φρ. α) «προτείνειν χεῑρα δεξιάν» — προσφέρω το δεξί χέρι ως εχέγγυο πίστηςβ) «μισθὸν προτείνεσθαι» — το να απαιτεί, να ζητά κανείς μισθό ή αμοιβή για τον εαυτό του.επίρρ...προτεταμένως Αμε τάση προς τα εμπρός.
Dictionary of Greek. 2013.